- καλοθρεμμένος
- -η, -οκαλά θρεμμένος, παχύς: Δεν μπορείς να τα βάλεις μ' αυτόν τον καλοθρεμμένο νέο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοθρεμμένος — η, ο [τρέφω] (για ανθρώπους ή ζώα και για καρπούς, κυρίως σιτηρών) θρεμμένος καλά, εύσαρκος, παχύς, ευτραφής … Dictionary of Greek
-ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… … Dictionary of Greek
απαλοτρεφής — ἁπαλοτρεφής ( οῡς), ές (AM) καλοθρεμμένος, παχύς … Dictionary of Greek
βοσκάδιος — βοσκάδιος, α, ον (Α) [βοσκάς] καλοθρεμμένος, παχύς … Dictionary of Greek
επίθρεπτος — ἐπίθρεπτος, ον (Α) καλοθρεμμένος, ευτραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρεπτός (ρηματικό επίθ. τού τρέφω)] … Dictionary of Greek
ευανάτροφος — εὐανάτροφος, ον (Α) ο καλοθρεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + ανα τροφος (< ανατρέφω)] … Dictionary of Greek
ευπηγής — εὐπηγής, ές και δωρ. τ. εὐπαγής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός 2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός 3. στερεός, καλά κατασκευασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περι… … Dictionary of Greek
ευσιτώ — εὐσιτῶ, έω (Α) [εύσιτος] 1. έχω καλή όρεξη 2. είμαι καλοθρεμμένος … Dictionary of Greek
ευτραφής — ές (ΑΜ εὐτραφής, ές) καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος αρχ. 1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη 2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές η ευτροφία. επίρρ... ευτραφώς (ΑΜ… … Dictionary of Greek
ευτρεφής — εὐτρεφής, και επικ. τ. ἐϋτρεφής, ές (Α) 1. ευτραφής, καλοθρεμμένος 2. θρεπτικός, αυτός που τρέφει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυ τρεφής] … Dictionary of Greek